-
1 торфяной
επ.1. τυρφώδης, πλήρης τύρφης. || της τύρφης• από τύρφη.2. με τύρφη•-ая электростанция ηλεκτρικός σταθμός με καύσιμο την τύρφη.
εκφρ.- ые почвы – τυρφώδη εδάφη•торфяной брикет – μπρ ικέτα από τύρφη. -
2 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ
-
3 дёготь
η πίσσα, το κατράμι (ξεν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дёготь